- ληπτός
- ληπτός, -ή, -όν (AM)αυτός τον οποίο μπορεί να αντιληφθεί κάποιος, αντιληπτός («λόγῳ καὶ διανοίᾳ ληπτά», Πλάτ.)αρχ.1. αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να αντιληφθεί με τις αισθήσεις, αισθητός2. αυτός που μπορεί κανείς να τόν αποδεχθεί, αποδεκτός3. συλληφθείς επ' αυτοφώρω4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ληπτά(φιλοσ.) (στους Στωϊκούς) τα δεκτά πράγματα, δηλ. όσα δεν έπρεπε να αποτελούν σκοπό τής ενέργειας τού ανθρώπου, αλλά ούτε και να απορρίπτονται από τον άνθρωπο, όταν τού προσφέρονταν.επίρρ...ληπτῶς (Μ)με αποδεκτό τρόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λᾱβ- (ιων.-αττ. ληβ-) τού λαμβάνω (πρβλ. λήψομαι, λήμμα)].
Dictionary of Greek. 2013.